- προνοίη
- πρόνοιαperceiving beforehandfem nom/voc sg (epic ionic)προνέωheap up beforepres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνοίῃ — πρόνοια perceiving beforehand fem dat sg (epic ionic) πρόνοια perceiving beforehand fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Рок или судьба — (μοϊρα, αΐσα, τύχη, άνάγκη, είμαρμένη, πεπρωμένη; см. Доля) имеет в древнегреческой литературе двоякое значение: первоначальное, нарицательное, пассивное предопределенной каждому смертному и отчасти божеству доли, участи, и производное,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek